Ξεκινάμε με την εξέταση των οφθαλμών στη σχισμοειδή λυχνία. Αναζητούμε αίτια που προδιαθέτουν έναν οφθαλμό σε αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Ακολουθεί η γωνιοσκοπία, ο έλεγχος δηλαδή του συστήματος απορροής του υγρού (υδατοειδές υγρό) που κυκλοφορεί εντός του οφθαλμού. Επίσης μετράμε την ενδοφθάλμια πίεση, την πίεση δηλαδή εντός του οφθαλμού (τονομέτρηση). Υπάρχει πληθώρα οργάνων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αυτό το σκοπό. Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο είναι το τονόμετρο Goldmann. Ακολούθως χρησιμοποιούμε σταγόνες που προκαλούν μυδρίαση, διαστολή δηλαδή της κόρης του ματιού, για να εξετάσουμε λεπτομερώς το οπτικό νεύρο. Ταυτόχρονα φωτογραφίζουμε το οπτικό νεύρο προκειμένου να είμαστε σε θέση να διαπιστώνουμε μεταβολές στο οπτικό νεύρο, όταν αυτές συμβαίνουν. Στη συνέχεια μετράμε το πάχος του κερατοειδή (κεντρικό πάχος κερατοειδούς) με οπτικά όργανα ή με όργανα υπερήχων (παχυμετρία). Αυτό είναι σημαντικό, διότι το πάχος του κερατοειδή επηρεάζει την ακρίβεια των μετρήσεων της πίεσης. Ως γενικός κανόνας ισχύει πως αν το πάχος του κερατοειδή είναι υψηλό η μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης είναι υπερεκτιμημένη και η πραγματική πίεση είναι χαμηλότερη από τη μετρούμενη και το αντίστροφο. Ακολούθως ο ασθενής υποβάλλεται σε στατική αυτοματοποιημένη περιμετρία (εξέταση οπτικών πεδίων). Επειδή το γλαύκωμα επηρεάζει το πεδίο της όρασης των ασθενών ακολουθώντας συγκεκριμένα πρότυπα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα ειδικό όργανο το οποίο ποσοτικοποιεί την απώλεια του οπτικού πεδίου ενός οφθαλμού (λειτουργικός έλεγχος). Ο ασθενής κάθεται μπροστά σε μία ειδική οθόνη, ενώ προβάλλονται φωτεινά ερεθίσματα στο χώρο τα οποία προοδευτικά γίνονται όλο και περισσότερο αμυδρά. Ένα ειδικό λογισμικό καταγράφει τις απαντήσεις του ασθενή ανά οφθαλμό και δημιουργεί γραφήματα σε σχέση με τοπογραφικές συντεταγμένες. Προφανώς η συγκεκριμένη δοκιμασία είναι αρκετά υποκειμενική και επηρεάζεται και από άλλες παραμέτρους όπως η αυτοσυγκέντρωση του ασθενή κατά τη διάρκεια του τεστ αλλά και από οφθαλμολογικές παθήσεις όπως ο καταρράκτης για παράδειγμα. Μία αντικειμενική εξέταση η οποία χρησιμοποιείται συχνά είναι η οπτική τομογραφία συνοχής ή OCT. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης σαρώνουμε την περιοχή της οπτικής θηλής (οπτικού νεύρου), μετράμε και καταγράφουμε δομικές παραμέτρους. Η εξέταση αυτή μπορεί να συγκριθεί με βάση δεδομένων κατά τεκμήριο φυσιολογικών μαρτύρων αλλά και να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση του ίδιου ασθενή σε βάθος χρόνου.
Όλες οι εξετάσεις αυτές είναι ανώδυνες και απαιτούν περίπου 45 λεπτά για να ολοκληρωθούν.